- κουφοβοσκώ
- -άω1. βοσκώ κρυφά τα πρόβατα σε τόπους όπου η βοσκή είναι απαγορευμένη2. υποσκάπτω κάτι ύπουλα, καταστρέφω σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ)* + βοσκώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek